- ξοπίσω
- επίρρ.1. εξοπίσω, από πίσω2. διαδοχικά, στη συνέχεια («τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ' άλλο», Σολωμ.)3. πάλι, εκ νέου, από την αρχή4. κατόπιν, ύστερα, μετά, έπειτα («πάρε αυτό τώρα και ξοπίσω θα δούμε τί θα γίνει»)5. φρ. «μάς πήρε ξοπίσω»α) μάς ακολούθησεβ) μάς καταδίωξε.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-οπίσω, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε-].
Dictionary of Greek. 2013.